- παθοποιός
- πᾰθο-ποιός, όν,A causing bodily disease, Gal.12.251.2 = παθητικός II. 3,
ζῴδια Cat.Cod.Astr.1.147
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζῴδια Cat.Cod.Astr.1.147
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παθοποιός — παθοποιός, όν (ΑΜ) αυτός που προκαλεί τα πάθη, τις νόσους αρχ. αστρολ. παθικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + ποιός*] … Dictionary of Greek
παθοποιόν — παθοποιός causing bodily disease masc/fem acc sg παθοποιός causing bodily disease neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθοποιά — παθοποιός causing bodily disease neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθοποιῶν — παθοποιός causing bodily disease masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
страстотворный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (παθοποιός) возбуждающий страсти … Словарь церковнославянского языка
παθοποιία — παθοποιΐα, ἡ (Α) [παθοποιός] η διέγερση, η κίνηση πάθους … Dictionary of Greek